- εργένης
- ο(λ. τουρκ.), θηλ. -ισσα ο άγαμος, ο χωρίς οικογένεια, αυτός που μένει μόνος του.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
εργένης — ο, θηλ. εργένισσα άγαμος ή χωρισμένος που ζει μόνος του χωρίς οικογένεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. ergen] … Dictionary of Greek
Vaggelis Raptopoulos — Infobox Writer imagesize = 150px name = Vaggelis Raptopoulos caption = pseudonym = birth date = 1959 birth place = Athens, Greece death date = death place = occupation = novelist nationality = period = 1979 ndash; genre = subject = movement =… … Wikipedia
ανοικοκύρευτος — η, ο (για ανθρώπους) 1. ακατάστατος, ατημέλητος 2. αυτός που δεν απέκτησε νοικοκυριό, ο άγαμος, ο εργένης 3. αυτός που δεν διευθύνει με τάξη και σύνεση το σπίτι του 4. (για σπίτια) αφρόντιστος, άτακτος, ακατάστατος … Dictionary of Greek
εργένικος — η, ο [εργένης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον εργένη … Dictionary of Greek
μπεκιάρης — ο, θηλ. α και ισσα αυτός που ζει μόνος, ο άγαμος, ο εργένης. [ΕΤΥΜΟΛ. τουρκ. bekar] … Dictionary of Greek
καλόγερος — καλόγερος, ο και καλόγερας, ο 1. μοναχός: Δεν έχουν πολλούς καλόγερους τα μοναστήρια σήμερα. 2. άγαμος, εργένης: Zει σαν καλόγερος. 3. φλεγμονώδες εξάνθημα: Έβγαλε έναν καλόγερο στο σβέρκο. 4. είδος κρεμάστρας: Αγόρασα έναν καλόγερο για τα ρούχα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μπεκιάρης — ο θηλ. ισσα (λ. τουρκ.), αυτός που δεν παντρεύτηκε, εργένης: Είναι μπεκιάρης και ξοδεύει χωρίς να τον νοιάζει για το μέλλον … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)